κοκαΐνη

κοκαΐνη
Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία οι αυτόχθονες μασούν συχνά λόγω της επίδρασής τους στις αισθήσεις, αποξηραμένα περιέχουν από 0,2% έως 0,8% κ. Η κ. λαμβάνεται από ένα εκχύλισμα των φύλλων του φυτού αυτού, το οποίο στη συνέχεια υδρολύεται και εστεροποιείται με μεθανόλη και βενζοϊκό οξύ, προκειμένου να παραχθεί το υδροχλωρικό άλας της κ., το οποίο χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό. Το 1923 ο Βιλστέτερ παρασκεύασε συνθετικά την κ. ξεκινώντας από απλές ουσίες. Η κ. είναι κρυσταλλική, άχρωμη έως λευκή ουσία, με ελαφρά πικρή γεύση και τήκεται στους 98°C. Είναι οπτικά ενεργή, διαλυτή σε αλκοόλη (λίγο διαλυτή στο νερό) και σε ορισμένους οργανικούς διαλύτες. Σχηματίζει διάφορα άλατα με οξέα, ορισμένα από τα οποία, όπως η χρωμική και η υπερμαγγανική κ., είναι αδιάλυτα. (Ιατρ.) Το αλκαλοειδές κ. έχει αναισθητική, αγγειοσυσπαστική και ψυχοτρόπο δράση. Προκαλεί εθισμό σύντομα μετά την έναρξη της χρήσης της. Παροδικά, αυξάνει την απόδοση και βελτιώνει τη διάθεση. Όταν χρησιμοποιείται τοπικά, παραλύει τις αισθητήριες απολήξεις των νεύρων. Τοποθετούμενη στους βλεννογόνους ή χορηγούμενη υποδόρια (με ένεση), καταργεί τις αισθήσεις πόνου, αφής και θερμότητας της περιοχής. Καταργεί την αίσθηση της όσφρησης στον βλεννογόνο της μύτης, ενώ εξουδετερώνει το αίσθημα της δίψας και της πείνας όταν λαμβάνεται από το στόμα, λόγω παράλυσης των νεύρων των οισοφάγων και του στομάχου. Έτσι εξηγείται επιστημονικά η παλιά συνήθεια των ιθαγενών να μασούν τα φύλλα της κόκας κατά τη διάρκεια μακρών πορειών σε δύσβατες περιοχές. Μέσω της γενικής οδού, το αλκαλοειδές επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλεί διεγερτικά φαινόμενα, που ακολουθούνται από παραλυτικά. Η λήψη της κ. μέσω εισπνοής, ενδοφλέβιας ένεσης ή καπνίσματος προκαλεί ένα αίσθημα ευφορίας, δύναμης και αυξημένης πνευματικής ικανότητας. Αυτή η φάση της διέγερσης, όμως, σύντομα ακολουθείται από κατασταλτικά φαινόμενα, που αναγκάζουν το άτομο να επαναλαμβάνει τη λήψη του αλκαλοειδούς σε όλο και πιο τακτά χρονικά διαστήματα (εθισμός-εξάρτηση). Η χρόνια δηλητηρίαση (κοκαϊνισμός) προκαλεί σύντομα απώλεια βάρους, έκπτωση της δύναμης της θέλησης, αρνητικές επιπτώσεις στην προσωπικότητα, παραληρήματα και οργανικές διαταραχές. Η οξεία δηλητηρίαση συνήθως είναι αποτέλεσμα λήψης υπερβολικής ποσότητας κ. Εκδηλώνεται με ψυχική και κινητική διέγερση, αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, μυϊκό τρόμο και σεξουαλική διέγερση. Μπορεί να εξελιχθεί σε σοκ που χαρακτηρίζεται από έντονη ωχρότητα, κρύους ιδρώτες, καρδιακή προσβολή, σπασμούς, κώμα και μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Η φαρμακευτική χορήγησή της διά της γενικής οδού έχει αποκλειστεί, ενώ η τοπική εφαρμογή της ως αναισθητικό έχει πλέον αντικατασταθεί από τα συνθετικά υποκατάστατά της. Η κ. συναντά περιορισμένη χρήση, ακόμα, στο κολλύριο της κ., με το οποίο η ιατρική εκμεταλλεύεται τις συμπαθητικομιμητικές ιδιότητες της ουσίας (τοπική αγγειοσυστολή και μυδρίαση). Το ερυθρόξυλον η κόκα, από τα φύλλα του οποίου εξάγεται η κοκαΐνη.
* * *
η
(φαρμ.) λευκό κρυσταλλικό αλκαλοειδές, το γνωστό ναρκωτικό, που εξάγεται από τα φύλλα τού θάμνου κόκα και χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό —βλεννογόνων τών ματιών, τής μύτης και τού φάρυγγα— και ως υπεγερτικό τού κεντρικού νευρικού συστήματος, πολύ επικίνδυνο λόγω τής ισχυρής ψυχικής εξάρτησης που προκαλεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cocaine < coca (ισπ. coca) + -ine. H λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοκαΐνη — η (λ. γαλλ.), αλκαλοειδές ναρκωτικό που παράγεται από τα φύλλα της κόκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …   Dictionary of Greek

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • ερυθροξυλίνη — η η κοκαΐνη …   Dictionary of Greek

  • κόκα-κόλα — η (τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη , από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη,… …   Dictionary of Greek

  • νοβοκαΐνη — η (φαρμ.) χημική σύνθεση που χρησιμοποιείται ως τοπικό αναισθητικό φάρμακο, αλλ. προκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. novocaine < λατ. novus «καινούργιος» + cocaine «κοκαΐνη»] …   Dictionary of Greek

  • προκαΐνη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τού παρα αμινοβενζοϊκού εστέρα τής διαιθυλαμινο αιθανόλης, ελάχιστα τοξικού υποκαταστάτου τής κοκαΐνης που χρησιμοποιείται στη γηριατρική κατά τη μέθοδο Ασλάν καθώς και σε σκευάσματα πενικιλλίνης παρατεταμένης δράσης.… …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”